Πριν από μερικές εβδομάδες καθόμουν ένα βράδυ Παρασκευής
μπροστά στον υπολογιστή και δούλευα ως συνήθως.
Η ώρα είχε πάει δωδεκάμισι - μία παρά, όταν κάποιος κτύπησε τη πόρτα.
"Ωχ", σκέφτομαι.
Κοιτάζω στο ματάκι της πόρτας και βλέπω τον διαχειριστή της πολυκατοικίας ο οποίος μένει απέναντί μου να κοιτάει την πόρτα μου και να στρέφεται αργά αργά προς την δικιά του - ανοικτή -πόρτα.
Ανοίγω.
"Έλα να με βοηθήσεις", μου λέει δείχνοντας προς την πόρτα του διαμερίσματός του, " η γυναίκα μου έπεσε".
Με τα σωληνάκια του υγρού οξυγόνου να σέρνονται πίσω του μπαίνουμε στο διαμέρισμά του.
Η γυναίκα είναι αναίσθητη, πεσμένη μπροστά στην πόρτα της τουαλέτας.
Γονατίζω δίπλα της και προσπαθώ να βρω κάποιο σφυγμό.
Τον κοιτάω.
"Βοήθα να την κουβαλήσουμε μέχρι το κρεβάτι".
Την σηκώνω από τις μασχάλες και αρχίζω να την τραβάω προς την κρεβατοκάμαρα στο τέρμα του διαδρόμου.
Αυτός το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να την προσέχει για να μην κτυπήσει κάπου.
Τραβώντας και αγωνιώντας φτάσαμε επιτέλους στο κρεβάτι.
Και εκεί αρχίζει ο αγώνας να την ξαπλώσουμε.
Την πιάνω από την μέση ενώ ο παππούς κρατάει τα πόδια της.
Με τα πολλά καταφέρνουμε να την ξαπλώσουμε στο κρεβάτι.
Δοκιμάζω και πάλι να πάρω τον σφυγμό της.
Τίποτα.
Γυρνάω στον παππού. "Μπορείς να μου πεις τι φάρμακα πήρε;"
Μου δείχνει ένα κουτάκι στο κεφάλι του κρεβατιού. Το παίρνω, το κοιτάω λίγο, δεν βγάζω τίποτα.
Τότε μου κατεβαίνει ιδέα. "Μου δίνεις λίγο το τηλέφωνο;"
Το παίρνει από το τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι και μου το δίνει.
Γρήγορα γρήγορα βγάζω το κινητό μου από την τσέπη, το ξεκλειδώνω και αρχίζω να ψάχνω στον κατάλογο.
Επιτέλους το τηλέφωνο του Π., ειδικευόμενου ακτινολόγου βγαίνει στην οθόνη.
Αρχίζω να πληκτρολογώ νευρικά τους αριθμούς στο σταθερό.
"Παρακαλώ;" Πίσω του φωνές και μουσικές.
"Έλα ρε, εγώ είμαι."
"Έλα, τι έγινε;"
Του εξηγώ συνοπτικά τι είχε συμβεί.
"Έψαξες το σφυγμό;"
Κοιτάω τον παππού. "Ναι, είναι πολύ ασταθής. Να σου πω, γνωρίζεις το φάρμακο Χ;"
"Όχι, τι είναι αυτό;"
Του διαβάζω ό,τι γράφει επάνω στο κουτάκι.
"Μα, αυτό αποκλείεται να προκάλεσε λιποθυμία."
Κοιτάω και πάλι τον παππού.
Τα μάτια του πηγαινοέρχονται ανάμεσα στην γυναίκα του και εμένα, το κάτω χείλος του τρέμει, τα χέρια του τρέμουν.
"Καλά," του λέω, "θα πάρω το 166".
Εκείνη την στιγμή ο παππούς στυλώνει το βλέμμα του πάνω μου. "Να πάρεις τον αδελφό της γυναίκας μου.
Σηκώνει ένα σημειωματάριο από το τραπεζάκι δίπλα του. " Να, πάρτο. Το όνομά του είναι..." Γυρνάω γρήγορα τις μισοσκισμένες σελίδες. Βρίσκω το όνομα.
Σηκώνω και πάλι το τηλέφωνο και πληκτρολογώ το νούμερο. Το τηλέφωνο κτυπάει. Περιμένω.
Το αριστερό μου πόδι τρέμει από την λεκάνη μέχρι την πατούσα.
"Ωραία," σκέφτομαι, "αυτό μας έλειπε τώρα".
Περιμένω λίγο ακόμη. Καμία απάντηση.
Κοιτάω τον παππού. "Δεν απαντάνε. Παίρνω το 166."
Διακόπτω την κλήση και πληκτρολογώ το 166.
Μετά από δύο δευτερόλεπτα μία γυναικεία φωνή ακούγεται.
"Παρακαλώ;"
"Γεια σας, χρειάζομαι ένα ασθενοφόρο στην οδό Ε., αριθμός 13. Μία ηλικιωμένη κυρία είναι αναίσθητη."
"Πόσων χρονών είναι η κυρία;"
Γυρνάω το μικρόφωνο του τηλεφώνου στο πλάι και κοιτάω τον παππού.
"Πόσων χρονών είναι η γιαγιά;"
"73"
Το λέω στην τηλεφωνήτρια.
"Από τι πάσχει;"
Ξαναγυρνάω στον παππού.
"Τι έχει η γιαγιά;"
"Χρόνια καρδιακή πάθηση."
Το λέω και αυτό στην τηλεφωνήτρια.
"Μάλιστα, σας στέλνω τώρα ένα ασθενοφόρο."
"Ευχαριστώ, γεια σας."
Κλείνω το τηλέφωνο και γυρνάω πάλι στον παππού. "'Ερχονται τώρα."
Αυτός κοιτάει την γυναίκα του. Το κάτω χείλος του τρέμει περισσότερο.
Οι φλέβες των λιπόσαρκων χεριών του είναι κατάμαυρες. Ανησυχώ.
Σηκώνομαι , πάω κοντά του και τον πιάνω από τους ώμους.
"Κάθισε, όπου να'ναι θα έρθουν"
Με κοιτάει. "Να τηλεφωνήσουμε πάλι στον αδελφό της."
"Κάθισε εσύ και θα του τηλεφωνήσω τώρα."
Οδηγώντας τον από τους ώμους τον βάζω να καθίσει σε μία καρέκλα που βρίσκεται απέναντι από το κρεβάτι. Τα μάτια του δεν φεύγουν στιγμή από πάνω μου.
Αφού βεβαιώνομαι ότι κάθισε γυρνάω και πάω πίσω στο τηλέφωνο.
Κάθομαι στο κρεβάτι και πιάνω και πάλι τον κατάλογο από το τραπεζάκι.
"Πως είπες το όνομά του;"
"Ε."
Φυλλομετρώ και πάλι τον κατάλογο, το βρίσκω και σηκώνω το τηλέφωνο.
Πληκτρολογώ το νούμερο και περιμένω.
Γίνεται η κλήση. Το τηλέφωνο κτυπάει.
Περιμένω. Τίποτα. Το κλείνω.
"Δεν απαντάει. Μήπως να τηλεφωνήσω κάπου αλλού;"
Τα μάτια του παππού μόνιμα καρφωμένα στο κορμάκι που κείται στο κρεβάτι.
"Όχι, δεν υπάρχει κάποιος άλλος. Αν μπορείς ξαναπάρε."
Αφήνω το τηλέφωνο και ξανασκύβω επάνω από την γιαγιά.
Ένας ελαφρύς θόρυβος εκπνοής από το στόμα που σιγά σιγά σβήνει.
Γυρνάω στον παππού. Προτού προλάβω να μιλήσω κτυπάει το κουδούνι.
Τρέχω στην πόρτα. Ψάχνω το κουδούνι, το χτυπάω και ανοίγω την πόρτα.
Βγαίνω έξω.
"Στον τρίτο είμαστε", φωνάζω.
Ακούω τα βήματα των τραυματιοφορέων που ανεβαίνουν την σκάλα και ξαναμπαίνω μέσα.
Τρέχω πίσω στην κρεβατοκάμαρα.
Ο παππούς είναι δίπλα από το τραπεζάκι και κοιτάει τον κατάλογο.
"Έφτασε το ασθενοφόρο."
"Να πάρω τον αδελφό της."
Διορθώνω λίγο την ζακέτα που γλίστρησε από τους ώμους του.
"Αν θες ξαναπαίρνω εγώ. "
Γυρνάει και με κοιτάει. Τα βλέφαρά του ανοιγοκλείνουν με δαιμονικό ρυθμό.
"Ναι, πάρε τους τώρα και πες τους ότι θα την πάνε στο νοσοκομείο και..."
Προλαβαίνω να αρπάξω τον κατάλογο πριν πέσει από τα χέρια του.
"Μην ανησυχείς, τους ξαναπαίρνω τώρα. Κάθισε εσύ και..."
"Μην μου λες να καθίσω, καλά είμαι."
Βρίσκω πάλι το όνομα και πλησιάζω στο τηλέφωνο. Ο παππούς παραμερίζει.
Πληκτρολογώ το νούμερο. Πάλι τίποτα.
Περιμένω λίγο.
"Που είστε;" ακούγεται η φωνή του τραυματιοφορέα.
"Εδώ, στο τέρμα του διαδρόμου," απαντάω με το τηλέφωνο στο αυτί.
Μπαίνουν στο δωμάτιο. Κλείνω το τηλέφωνο και παραμερίζω.
"Τι έχει η γιαγιά;"
Κοιτάω τον παππού. Τα μάτια του καρφωμένα επάνω στο κορμάκι που μόλις και φαίνεται στο κρεβάτι.
"Χρόνια καρδιακή πάθηση, " επαναλαμβάνω σαν σε ποίημα.
"Μάλιστα. Παραμέρισε για να κάνουμε την δουλειά μας. Παππού, σε παρακαλώ κάθισε για να μπορούμε να κινούμαστε ελεύθερα."
Αυτός γυρνάει και με κοιτάει. Το πρόσωπό του ολόκληρο μία απορία.
Κλείνω το τηλέφωνο, τον πλησιάζω, τον πιάνω από το χέρι και μαλακά τον ξανακαθίζω στην καρέκλα.
"Ησύχασε, τώρα θα βοηθήσουν οι τραυματιοφορείς."
Ο ένας πάει επάνω από την γιαγιά. Της πιάνει τον σφυγμό.
Εγώ στέκομαι μπροστά από τον παππού με το σώμα μισογυρισμένο προς το κρεββάτι και τον κοιτάω.
Ο τραυματιοφορέας σηκώνεται. Τα φρύδια του σηκώνονται αρνητικά.
Ο άλλος τραυματιοφορέας που έφτασε κουβαλώντας το φορείο αρχίζει να το ξεδιπλώνει.
"Παππού, θα την πάμε στο νοσοκομείο την γιαγιά."
Εκείνη την στιγμή συνέρχεται. Κοιτάει τον τραυματιοφορέα.
"Ναι, ναι στο νοσοκομείο. "
"Ποιος θα έρθει μαζί μας;"
Ο παππούς κοιτάει πρώτα εμένα και ύστερα τον τραυματιοφορέα.
"Ο Πάνας θα έρθει." Κουνάω το κεφάλι μου.
"Καλώς."
Ο άλλος έχει ανοίξει τα πλαϊνά του φορείου. Πιάνουν μαζί την γιαγιά και την βάζουν στο φορείο. Το σηκώνουν και προχωράμε προς την είσοδο.
Καθώς οι τραυματιοφορείς αρχίζουν να κατεβαίνουν τα σκαλιά, γυρνάω στον παππού.
"Θα πάμε τώρα. Εσύ μπες μέσα και προσπάθησε να ηρεμήσεις."
Ξεκολλάει προς στιγμήν τα μάτια του από το φορείο, με κοιτάει και κουνάει το κεφάλι του. Κατεβαίνω τις σκάλες με τους τραυματιοφορείς.
Καθώς βγαίνουμε έξω ακούμε κόρνες.
"Τους ακούς;", μου κάνει ο τραυματιοφορέας, "κόρναραν ότι τους κλείνουμε τον δρόμο."
Πλησιάζουμε στο ασθενοφόρο. Το αυτοκίνητο πίσω του είναι ταξί.
Ο ταρίφας κορνάρει άλλη μία φορά.
Το βλέμμα μου πρέπει να είναι θανατηφόρο.
Το χέρι του αιωρείται ένα - δύο δευτερόλεπτα επάνω από την κόρνα και μετά τραβιέται στο πλάι.
Οι τραυματιοφορείς βάζουν μέσα το φορείο και κλείνουν την πίσω πόρτα.
Ο ένας μου δείχνει το κάθισμα δίπλα στο φορείο.
Κάθομαι.
Σε λίγο μπαίνει και αυτός μέσα, σκεπάζει την γιαγιά με ένα σεντόνι, κλείνει την πλαϊνή πόρτα και ξεκινάμε.
"Γρήγορα φτάσατε".
"Ήμασταν πολύ κοντά, στην Πατησίων."
"Μάλιστα. Σε ποιο νοσοκομείο θα πάμε;"
" Στο Ελπίς, πίσω από τη ΓΑΔΑ."
Κοιτάω την γιαγιά. Το λιπόσαρκο κορμάκι τραμπαλίζεται στις λακκούβες του δρόμου. Βάζω το χέρι μου στον ώμο της.
Ο τραυματιοφορέας μιλάει με τον οδηγό.
Από το μισκοκαλυμμένο παράθυρο απέναντί μου προσπαθώ να δω την διαδρομή.
Πατησίων, Αλεξάνδρας. Στο φανάρι πριν την ΓΑΔΑ πιάνουμε αριστερά και περιμένουμε. Ποτέ δεν φαντάστηκα ότι αυτή την διαδρομή που μία- τουλάχιστον -φορά την ημέρα ακολουθώ περπατώντας θα την έκανα με τέτοιο τρόπο.
Στρίβουμε. Φτάνουμε στην πύλη του νοσοκομείου. Μπαίνουμε μέσα.
Ο οδηγός σταματάει.
Ο τραυματιοφορέας ανοίγει την πλαϊνή πόρτα και κατεβαίνει.
Κατεβαίνω και εγώ.
Πάει στο πίσω μέρος και ανοίγει την πόρτα. Ο οδηγός έρχεται από την άλλη πλευρά.
Τραβάν έξω το φορείο. Ανοίγουν τα σκέλη με τους τροχούς.
Κλείνω την πίσω πόρτα.
Ο ένας τραβάει και ο άλλος σπρώχνει το φορείο. Ακολουθώ.
Μπαίνουμε στο καρδιολογικό. Ο κόσμος κοιτάζει πρώτα το φορείο με την σκεπασμένη γιαγιά και μετά εμένα. Νιώθω αλλού τα πόδια μου και αλλού το υπόλοιπο μέρος του σώματός μου. Φτάνουμε έξω από την πόρτα του καρδιολογικού.
Ο τραυματιοφορέας που τραβάει το φορείο την κτυπάει.
Η πόρτα ανοίγει και βγαίνει ένας γιατρός.
"Αυτή είναι;"
"Ναι."
"Ποιος ήρθε μαζί;"
Ο τραυματιοφορέας με δείχνει.
Ο γιατρός γυρνάει επάνω μου "Παρακαλώ καθίστε λίγο και θα σας ειδοποιήσουμε."
Κάθομαι. Δίπλα μου μία γιαγιά με σπασμένο χέρι. Η κόρη της προσπαθεί να την καθησυχάσει.
"Μα που είναι επιτέλους ο γιατρός; Τόση ώρα περιμένω. Έχουμε και δουλειές!"
"Ηρέμησε. Πρέπει να βγει η ακτινογραφία και μετά."
"Βαρέθηκα."
Η κόρη σηκώνεται και κτυπάει την πόρτα. Ανοίγει.
"Γιατρέ τί γίνεται;"
"Σας είπα, περιμένουμε την ακτινογραφία. Καθίστε και θα σας φωνάξουμε."
"Η μητέρα μου δυσανασχετεί."
"Λυπάμαι, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Περιμένετε."
Επιστρέφει, κάθεται.
"Τώρα όπου να'ναι περιμένουν την ακτινογραφία."
"Βαρέθηκα."
Στην άλλη πλευρά της αίθουσας, κοντά στην αυτόματη πόρτα, μία κοπέλα μιλάει στο κινητό. Τα μάτια της είναι κατακόκκινα. Ένα αγόρι προσπαθεί να την αγκαλιάσει αλλά αυτή τον σπρώχνει.
Μετά από μερικά λεπτά ανοίγει η πόρτα.
Βγαίνει ο τραυματιοφορέας και μου κάνει νόημα να περάσω μέσα.
Μπαίνω.
Τρία κρεβάτια.
Ένας άντρας που βογκάει σιγανά.
Μία γυναίκα μισοκαθισμένη στο κρεβάτι της με κοιτάει καθώς προχωρώ.
Άλλος ένας άντρας, ακίνητος.
Μπροστά από τα δύο τελευταία κρεβάτια το φορείο.
Τέσσερις άντρες, μία γυναίκα γυρνάν κατά πάνω μου.
Αυτός που μίλησε στην αρχή με τον τραυματιοφορέα μου κάνει νόημα.
Πλησιάζω κοντά στο γραφείο.
"Εσείς ήρθατε με το ασθενοφόρο;"
"Ναι."
"Τι σας είναι η νεκρή;"
"Απλά μένω στο απέναντι διαμέρισμα και μου ζήτησε βοήθεια ο άντρας της."
Μάλιστα."
Μου δείχνει την γυναίκα. "Δώστε τα στοιχεία σας στην υπεύθυνη."
Καθώς προχωράω προς το μέρος της βλέπω ότι έχει μπλε μάτια που μοιάζουν να χαμογελούν. "Όνομα;"
"Πάνας."
Οδός;"
"Ε."
"Αριθμός;"
"13"
"Ένα τηλέφωνο;"
"6972...Είναι εντάξει το κινητό;"
"Ναί, φυσικά. Το όνομα της νεκρής;"
Το μυαλό μου σταματάει. Τίποτα. Συσκότιση.
Προσπαθώ να σκεφτώ. Με τίποτα.
"Ξέρετε, μόλις μετακόμισα και...Μίλαγα λίγο με τον άντρα της, είναι ο διαχειριστής, για τα κοινόχρηστα, αλλά την ίδια δεν την είχα ξαναδεί."
Με κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα.
Τα χαμογελαστά μάτια σοβαρεύουν προς στιγμή αλλά μετά φωτίζονται και πάλι.
"Δεν πειράζει, μην ανησυχείτε."
"Συγνώμη,"
"Μην ανησυχείτε."
Γράφει κάτι για μερικά δευτερόλεπτα. Μετά σκίζει ένα κομμάτι χαρτί και με κοιτάει.
"Πείτε στον άντρα της να τηλεφωνήσει στο καρδιολογικό. Είναι και ένα δακτυλίδι, μία βέρα, να την παραλάβουν."
Κουνάω το κεφάλι. "Σας ευχαριστώ.
Τα μάτια φωτίζονται και άλλο. "Εμείς σας ευχαριστούμε."
Γυρνάω προς την εξώπορτα. Καθώς προχωρώ βλέπω ότι το σεντόνι έχει πέσει λίγο.
Τα μάτια της γιαγιάς ορθάνοιχτα κοιτάν επάνω. Το στόμα της επίσης ανοικτό.
Με γρήγορα αλλά ασταθή βήματα βγαίνω έξω. Σκέφτομαι να περπατήσω μέχρι το σπίτι.
Παρότι θα το ήθελα πάρα πολύ, θα μου πάρει πολύ χρόνο και...φοβάμαι ότι ο παππούς μπορεί να μην απαντήσει όταν χτυπήσω την πόρτα του.
Βγαίνω στην Αλεξάνδρας. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σταματάει ένα ταξί.
"Καλησπέρα. Φωκίωνος, θα πάμε από Δροσοπούλου.
Καθώς επιταχύνει το ταξί νιώθω την αγωνία μου να εντείνεται.
Ο δρόμος άδειος. Σε μερικά λεπτά φτάνουμε στην Φωκίωνος.
"Εδώ είμαστε μια χαρά."
Πληρώνω και κατεβαίνω.
Καθώς διασχίζω την έρημη πλατεία νιώθω τους χτύπους της καρδιάς μου να αυξάνονται.
Φτάνω στην εξώπορτα, ανοίγω. Ανεβαίνω τρέχοντας την σκάλα.
Καθώς φτάνω μπροστά στην πόρτα προσπαθώ να ηρεμήσω. Χτυπάω την πόρτα.
Ανοίγει ένας νεαρός.
"Γεια σου, είμαι ο Τ, ξάδελφος. Πέρασε."
Μπαίνω μέσα και βλέπω τον παππού να κάθεται στο μικρό καθιστικό απέναντι από την πόρτα.
"Έλα, κάθισε. Τι έγινε;"
Κάθομαι δίπλα του. Δεν μπορώ να αρθρώσω λέξη.
"Πες μου παιδί μου, τι έγινε;"
Απλώνω το αριστερό μου χέρι και χαϊδεύω το λείο άτριχο κεφάλι.
"Δεν είμαι μωρό για να με χαϊδεύεις. Πες μου τι έγινε."
"Δεν τα κατάφερε η γιαγιά."
Παίζει αμίλητος με τα χέρια του για μερικά δευτερόλεπτα.
"Ω ρε γαμώτο. Τι σου είπαν οι γιατροί."
Βγάζω από την τσέπη του μπουφάν μου το χαρτί. "Να τους πάρεις τηλέφωνο. Ορίστε και το νούμερο."
Το παίρνει και το κοιτάει για μερικά δευτερόλεπτα. Ο εξάδελφός του κοιτάει μια εμένα και μια τον παππού.
Αυτός γυρνάει επάνω μου. "Σου είπαν από τι πέθανε;"
Κουνάω το κεφάλι μου. "Όχι. Δεν μπορούσαν να το ξέρουν αμέσως αυτό. Υποθέτω θα το πουν σ'εσένα."
Μου σφίγγει το χέρι. "Σε ευχαριστώ, έκανες πολλά."
Μην το συζητάς.
Μένουμε μερικά λεπτά σιωπηλοί.
Κτυπάει το τηλέφωνο του παιδιού.
Κοιτάει τον αριθμό. "Ο πατέρας μου."
"Ναί;"
.......
"Α, φτάσατε;"
......
"Είναι εδώ ο άνθρωπος που πήγε μαζί στο ασθενοφόρο."
......
"Ναι, ναι, περιμένουμε."
Κλείνει το τηλέφωνο, κοιτάει πρώτα εμένα και μετά τον παππού.
"Έφτασαν στο νοσοκομείο."
Και πάλι σιωπή.
Μετά από μερικά λεπτά σηκώνομαι. " Εμένα θα με συγχωρήσετε τώρα."
Ο παππούς με κοιτάει. "Ναι παιδί μου. Σε ευχαριστώ για όσα έκανες."
Διώχνω με το χέρι μου τα λόγια του. "Τι λέτε τώρα. Δεν έκανα κάτι. Μην το ξαναπείτε."
Σηκώνεται και ο ξάδελφος. Με συνοδεύει στην πόρτα. Την ανοίγει.
Καθώς βγαίνω θυμάμαι την βέρα. Γυρνάω. "Μου είπαν οι γιατροί ότι είναι και μία βέρα....Και να την ζητήσετε."
Με κτυπάει στον ώμο. "Σε ευχαριστώ για όσα..."
Τον κόβω. "Μην αρχίσεις. Δεν έκανα κάτι φοβερό."
Πιάνει την παλάμη μου. "Ευχαριστώ. Καληνύχτα"
"Καληνύχτα."
Δεν ήθελα να γράψω αυτό το περιστατικό. Ωστόσο, γυρνάει συνέχεια στο μυαλό μου.
Νομίζω ότι είναι άδικο πλέον να το κρατάω μέσα μου.
Με έφερε αντιμέτωπο με τον μοναδικό ίσως φόβο που ένιωσα ποτέ στην ζωή μου.
Αυτόν που- πιστεύω ότι - κρατάει κάποιες φορές ξάγρυπνους όλους μας.
Δεν με νοιάζει το αν και πότε θα πεθάνω εγώ. Άρχισα να σκέφτομαι το συγκεκριμένο ζήτημα εδώ και πολλά χρόνια, οπότε πλέον νομίζω ότι το αποδέχτηκα.
Αλλά το ότι θα πεθάνει κάποτε η μάνα μου...με παραλύει από τα μαλλιά της κεφαλής μέχρι τις πατούσες.
Αυτό το τραγούδι περιέχει μέσα δύο δίστιχα που με βαράν κυριολεκτικά στο δόξα πατρί. Το πρώτο:
Γυναίκες με μαύρα, τσακισμένη αγκαλιά
Παντρεμένες με βία ή από αγάπη βαθιά
Και το δεύτερο:
Και τότε τις προσευχές τους τις πνίγουν τα κλάματα
Γιατί είναι οι ζωές τους του φθινόπωρου φύλλα που σκορπάνε στην θάλασσα
Οι γυναίκες με τα μαύραUpdate: Ωχ αμάν!