Άτιτλο
«Το ψύχος το δριμύ...»
Ερωτεύτηκα κάποτε, μόλις δύο χρόνια πριν, κι όμως φαντάζει πλέον τόσο μεγάλο αυτό το χρονικό διάστημα, μία μουσική παραγωγό. Η ιστορία έχει ως εξής: Στο άθλιο ραδιόφωνο που δούλευε ήταν κυριολεκτικά όαση στην έρημο. Της τηλεφώνησα μερικές φορές για να ζητήσω κάποιο/α τραγούδι/α. Με μεγάλη χαρά και προθυμία έβαλε ό,τι ζήτησα. Όλα αυτά ελάμβαναν χώρα το καλοκαίρι. Λίγο προτού φύγει για διακοπές στην Ισπανία έδινε κάποια CDs’ ως δώρο, για το τέλος της ραδιοφωνικής χρονιάς. Εγώ ζήτησα και πήρα, αν και δεν νομίζω να υπήρχαν και πολλοί ενδιαφερόμενοι γι’αυτό, το soundtrack του «Ο χαμένος τα παίρνει όλα». Καταπληκτικές μουσικές, ο Αγγέλακας έγραφε άλλη μία φορά. Με το που επέστρεψε πήγα στον σταθμό και την βρήκα. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα κιόλας. Συνεχίσαμε, ωστόσο, να μιλάμε στο τηλέφωνο.
Με την επιστροφή μου στην Αθήνα άρχισαν τα μηνύματα, τα mail, και τα λοιπά, τα οποία είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε από πρώτο χέρι. Και το πράγμα άρχισε να χοντραίνει. Στα τέλη Οκτωβρίου ανέβηκε στην Αθήνα. Μιλάμε για μία κολασμένη εβδομάδα. Γύρω στα μέσα του Νοέμβρη κατέβηκα εδώ στο κωλόμερος. Αυτή την φορά ήταν τετραήμερος ο παράδεισος!
Μέχρι που στα τέλη Δεκεμβρίου έλαβα την καταραμένη απόφαση να κατέβω μόνιμα πίσω στο κωλόμερος. Μην νομίσετε ότι ο λόγος ήταν αυτός. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει επικίνδυνα, με την δουλειά και όλα, και κάποια απόφαση έπρεπε να ληφθεί. Εγώ έλαβα την χειρότερη.
Στην αρχή τα πράγματα με την Μ. ήταν πολύ όμορφα. Παρά τις διάφορες δυσκολίες που αντιμετώπιζε βρισκόμασταν συνέχεια, βγαίναμε έξω, σινεμά, μουσικές, θέατρο, κ.τ.λ. Τότε δεν μου φαινόταν και τόσο κωλόμερος! Σιγά, όμως, άρχισε η φθορά. Το κωλόμερος άρχισε να δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο, κι εγώ ένιωθα όπως, νομίζω, πρέπει να νιώθουν τα ψάρια έξω από το νερό: να πνίγομαι, να μου λείπει ο αέρας. Αργά πλην σταθερά αρχίσαμε να αραιώνουμε. Άρχισα να επιζητώ και πάλι την μοναξιά, την ενδοσκόπηση, την σκέψη. Ταυτόχρονα, αραίωναν και οι επισκέψεις στα θέατρα, τα σινεμά, κ.τ.λ., είτε πήγαινα με την Μ. είτε μόνος. Μέχρι που το διαλύσαμε τελειωτικά.
Από τότε, μέχρι τώρα που γράφω αυτά εδώ έχουν περάσει περίπου τέσσερις μήνες. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι η φωνή στο ραδιόφωνο, που από ένα σημείο και μετά απέκτησε πρόσωπο, ξανάγινε απλά μία φωνή. Μην σπεύσετε τώρα να υποστηρίξετε ότι είμαι ακόμα ερωτευμένος, κ.τ.λ., κ.τ.λ., επειδή στο ενδιάμεσο υπήρξαν διάφορα άλλα όπως αρπαχτές και λιγότερο αρπαχτές, καθώς και διάφορα ευτράπελα, τα οποία δείχνουν ότι περί τούτου καμία πιθανότητα.
Είναι πραγματικά τραγικό το πως χάνονται οι άνθρωποι. Από την στιγμή που για τον Α΄ ή Β΄ λόγο οι δεσμοί που τους ενώνουν ατονήσουν, η φθορά είναι ταχύτατη, και η λήθη σκεπάζει αμετάκλητα το παρελθόν. Τόσο δύσκολο είναι να σηκώσεις το τηλέφωνο, να πεις «Γεια, τι κάνεις; Είσαι καλά, χρειάζεσαι οτιδήποτε; Να βρεθούμε για ένα καφέ,» και λέγοντας το τελευταίο να ορίζεις και την ημέρα, και την ώρα. Το επιχείρησα στην αρχή, αλλά μη βλέποντας την ανάλογη ανταπόκριση τα παράτησα. Φυσικά, αυτό δεν με εξιλεώνει. Γνωρίζοντας τις δυσκολίες της έπρεπε να επιμείνω.
Η απόφαση να επιστρέψω στην Αθήνα είναι τελειωτική. Στα παρεπόμενα αυτής είναι ότι ακόμα και η φωνή θα πάψει να ακούγεται για εμένα.
Ερωτεύτηκα κάποτε, μόλις δύο χρόνια πριν, κι όμως φαντάζει πλέον τόσο μεγάλο αυτό το χρονικό διάστημα, μία μουσική παραγωγό. Η ιστορία έχει ως εξής: Στο άθλιο ραδιόφωνο που δούλευε ήταν κυριολεκτικά όαση στην έρημο. Της τηλεφώνησα μερικές φορές για να ζητήσω κάποιο/α τραγούδι/α. Με μεγάλη χαρά και προθυμία έβαλε ό,τι ζήτησα. Όλα αυτά ελάμβαναν χώρα το καλοκαίρι. Λίγο προτού φύγει για διακοπές στην Ισπανία έδινε κάποια CDs’ ως δώρο, για το τέλος της ραδιοφωνικής χρονιάς. Εγώ ζήτησα και πήρα, αν και δεν νομίζω να υπήρχαν και πολλοί ενδιαφερόμενοι γι’αυτό, το soundtrack του «Ο χαμένος τα παίρνει όλα». Καταπληκτικές μουσικές, ο Αγγέλακας έγραφε άλλη μία φορά. Με το που επέστρεψε πήγα στον σταθμό και την βρήκα. Δεν μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα κιόλας. Συνεχίσαμε, ωστόσο, να μιλάμε στο τηλέφωνο.
Με την επιστροφή μου στην Αθήνα άρχισαν τα μηνύματα, τα mail, και τα λοιπά, τα οποία είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε από πρώτο χέρι. Και το πράγμα άρχισε να χοντραίνει. Στα τέλη Οκτωβρίου ανέβηκε στην Αθήνα. Μιλάμε για μία κολασμένη εβδομάδα. Γύρω στα μέσα του Νοέμβρη κατέβηκα εδώ στο κωλόμερος. Αυτή την φορά ήταν τετραήμερος ο παράδεισος!
Μέχρι που στα τέλη Δεκεμβρίου έλαβα την καταραμένη απόφαση να κατέβω μόνιμα πίσω στο κωλόμερος. Μην νομίσετε ότι ο λόγος ήταν αυτός. Τα πράγματα είχαν δυσκολέψει επικίνδυνα, με την δουλειά και όλα, και κάποια απόφαση έπρεπε να ληφθεί. Εγώ έλαβα την χειρότερη.
Στην αρχή τα πράγματα με την Μ. ήταν πολύ όμορφα. Παρά τις διάφορες δυσκολίες που αντιμετώπιζε βρισκόμασταν συνέχεια, βγαίναμε έξω, σινεμά, μουσικές, θέατρο, κ.τ.λ. Τότε δεν μου φαινόταν και τόσο κωλόμερος! Σιγά, όμως, άρχισε η φθορά. Το κωλόμερος άρχισε να δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο, κι εγώ ένιωθα όπως, νομίζω, πρέπει να νιώθουν τα ψάρια έξω από το νερό: να πνίγομαι, να μου λείπει ο αέρας. Αργά πλην σταθερά αρχίσαμε να αραιώνουμε. Άρχισα να επιζητώ και πάλι την μοναξιά, την ενδοσκόπηση, την σκέψη. Ταυτόχρονα, αραίωναν και οι επισκέψεις στα θέατρα, τα σινεμά, κ.τ.λ., είτε πήγαινα με την Μ. είτε μόνος. Μέχρι που το διαλύσαμε τελειωτικά.
Από τότε, μέχρι τώρα που γράφω αυτά εδώ έχουν περάσει περίπου τέσσερις μήνες. Το τραγικό της υπόθεσης είναι ότι η φωνή στο ραδιόφωνο, που από ένα σημείο και μετά απέκτησε πρόσωπο, ξανάγινε απλά μία φωνή. Μην σπεύσετε τώρα να υποστηρίξετε ότι είμαι ακόμα ερωτευμένος, κ.τ.λ., κ.τ.λ., επειδή στο ενδιάμεσο υπήρξαν διάφορα άλλα όπως αρπαχτές και λιγότερο αρπαχτές, καθώς και διάφορα ευτράπελα, τα οποία δείχνουν ότι περί τούτου καμία πιθανότητα.
Είναι πραγματικά τραγικό το πως χάνονται οι άνθρωποι. Από την στιγμή που για τον Α΄ ή Β΄ λόγο οι δεσμοί που τους ενώνουν ατονήσουν, η φθορά είναι ταχύτατη, και η λήθη σκεπάζει αμετάκλητα το παρελθόν. Τόσο δύσκολο είναι να σηκώσεις το τηλέφωνο, να πεις «Γεια, τι κάνεις; Είσαι καλά, χρειάζεσαι οτιδήποτε; Να βρεθούμε για ένα καφέ,» και λέγοντας το τελευταίο να ορίζεις και την ημέρα, και την ώρα. Το επιχείρησα στην αρχή, αλλά μη βλέποντας την ανάλογη ανταπόκριση τα παράτησα. Φυσικά, αυτό δεν με εξιλεώνει. Γνωρίζοντας τις δυσκολίες της έπρεπε να επιμείνω.
Η απόφαση να επιστρέψω στην Αθήνα είναι τελειωτική. Στα παρεπόμενα αυτής είναι ότι ακόμα και η φωνή θα πάψει να ακούγεται για εμένα.
0 Comments:
Post a Comment
<< Home